- λογαριθμικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λογαρίθμους (α. «λογαριθμική συνάρτηση» β. «λογαριθμικός πίνακας»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. logarithmique < log- (< λογο-*) + arithmique (< αριθμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Αδ. Καραή].
Dictionary of Greek. 2013.